τηλεδαπῶς

τηλεδαπῶς
τηλεδαπός
from a far country
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τηλεδαπός — ή, όν, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που προέρχεται από μακρινή χώρα, ξένος («ἀνδρῶν τηλεδαπῶν», Ομ. Οδ.) 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, μακρινός («...νήσων ἔπι τηλεδαπάων», Ομ. Οδ.). επίρρ... τηλεδαπῶς ΜΑ (κατά τον Ζων.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”